- εξαναφέρω
- (AM ἐξαναφέρω)1. (μτβ.) φέρνω ξανά προς τα πάνω, προς την επιφάνεια, ξανανεβάζω («ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει», Αριστοτ.)2. (αμτβ.) ανεβαίνω στην επιφάνεια3. (για πλοίο σχετικά με κακοκαιρία) επανέρχομαι στον κανονικό πλου, και συνεκδ. αντέχω στη θύελλα («ἀρετῇ και προθυμίᾳ ναυτῶν καὶ κυβερνητῶν ἐξανέφερε», Πλούτ.)3. (αμτβ.) αναλαμβάνω από ασθένεια, συνέρχομαι, θεραπεύομαι4. (αμτβ.) έχω αντοχή, αντέχω, καρτερώ, υπομένω5. εμφανίζω, δείχνω, παρουσιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.